ούτις

ούτις
οὔτις, γεν. οὔτινος και οὔτιδος, ουδ. οὔτι (Α)
1. ουδείς, κανείς («λιτᾱν δ' ἀκούει μὲν οὔτις θεῶν», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) οὔτι
ουδόλως, κατ' ουδένα τρόπο
3. (το αρσ. με διαφορετικό τονισμό ως κύριο όν.) ὁ Οὖτις
ο Κανείς, το ψεύτικο όνομα που χρησιμοποίησε ο Οδυσσεύς προκειμένου να εξαπατήσει τον Πολύφημο
4. φρ. «Περὶ οὔτιδος» — τίτλος έργου τού Χρυσίππου, σχετικού με ένα είδος σοφίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρνητικό μόριο οὐ + τίς (πρβλ. μή-τις [ΙΙ])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουτίς — οὐτίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. ωτίς …   Dictionary of Greek

  • οὐτίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτις — no one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὖτις — no one masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοὔτις — οὔτις , οὔτις no one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτινα — οὔτις no one masc/fem acc sg οὔτις no one neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐτίδων — οὐτίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτινας — οὔτις no one masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτινες — οὔτις no one masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔτινι — οὔτις no one dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”